- ὁμόσφυρος
- ὁμό-σφῠρος, ον,A walking in company, Hsch., Suid.2 sister, Hsch.; brother, EM625.31.3 ὁμόσφῡρος (fr.
σφῦρα 11.2
), = ὁμόχωρος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφῦρα 11.2
), = ὁμόχωρος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁμόσφυρος — walking in company masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόσφυρος — (I) ὁμόσφυρος, ον (Α) 1. αυτός που περπατά συντροφιά με κάποιον, συνοδοιπόρος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁμόσφυρος ἀδελφή» 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁμόσφυρος ὁ ἀδελφός, διὰ τὸ περὶ τὰ αὐτὰ σφυρὰ τῆς μητρὸς πεσεῑν γεννηθέντα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) … Dictionary of Greek
ὁμόσφυροι — ὁμόσφυρος walking in company masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek